Θεσσαλονίκη 1917. Μια πόλη με πολλά πρόσωπα, που ακροβατεί ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Ο οθωμανικός της χαρακτήρας μόλις έχει γίνει παρελθόν και εκείνη προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα ελληνική διοίκηση. Όμως ακόμη παραμένει διαχωρισμένη σε συνοικίες μουσουλμανικές, εβραϊκές και χριστιανικές και οι κάτοικοι μοιράζονται ανάμεσα στα καφέ αμάν και τα καφέ σαντάν. Αν και τα πολυτελή ξενοδοχεία της παραλίας και τα ευρωπαϊκά καταστήματα έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και δέχονται καθημερινά στρατιώτες του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, επιβιώνουν ακόμη οι παραδοσιακές ανατολίτικες γειτονιές με τα στενά δρομάκια, αλλά και οι γειτονιές του πληρωμένου έρωτα, των τεκέδων και της φτωχολογιάς.
Μέσα στο κλίμα αυτό όποιος ήξερε να διαβάζει τα σημάδια μπορούσε να αισθανθεί πως μια μεγάλη συμφορά επρόκειτο να έρθει. Και ήρθε, στη μορφή μιας πυρκαγιάς που έκαψε την πόλη. Της μεγάλης πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης. Κι όμως, «ας έκαιγε η φωτιά τα πάντα, ας έτρωγε η πυρκαγιά την πόλη ολόκληρη, ας έσβηνε τη χώρα, ας σάρωνε τον πλανήτη, εκείνος ήταν πυρπολημένος από άλλες πυρκαγιές ανεξέλεγκτες κι άσβεστες», από τη φλόγα ενός μεγάλου έρωτα τη χρονιά της μεγάλης πυρκαγιάς, που άφησε πίσω τις δικές του στάχτες.